- μεθοδευμένος
- η , ο заранее организованный; подстроенный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεθοδεύω — (ΑM μεθοδεύω) [μέθοδος] κάνω κάτι με μέθοδο, εκτελώ κάτι με σύστημα και με τέχνη νεοελλ. 1. οργανώνω συστηματικά και εκ τού αφανούς κάτι επιδιώκοντας ορισμένο σκοπό, κατευθύνω, σκηνοθετώ («μεθοδεύουν φιλοτουρκική λύση τού κυπριακού») 2. (η μτχ.… … Dictionary of Greek
μεθοδεύομαι — μεθοδεύομαι, μεθοδεύτηκα (σπάν. μεθοδεύθηκα), μεθοδευμένος βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής